- κοτυληδονώδης
- κοτυλ-ηδονώδης, ες,A of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοτυληδονώδης — ες (Α κοτυληδονώδης, ώδες) [κοτυληδών] 1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα 2. γεμάτος κοτυληδόνες … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek